- γλαυκίδιον
- γλαυκίδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλαυκίδιον — γλαυκίδιον, το (Α) 1. μικρός γλαύκος 2. μικρή γλαυξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύκος, με τη σημ. 1 και < γλαυξ, με τη σημ. 2] … Dictionary of Greek